παχυδερμία

παχυδερμία
(Ιατρ.). Η μόνιμη αύξηση του πάχους του δέρματος, που οφείλεται σε χρόνια υπερπλασία του ινώδους ιστού του δέρματος, του υποδόριου συνδετικού ιστού και συχνά και των μυών. Η π. καλύπτει τα κάτω άκρα και το όσχεο. Το δέρμα εκείνου που υποφέρει από π. είναι πλαδαρό και, συχνά, σκουρότερο από το φυσιολογικό. Η π. οφείλεται σε κυκλοφορικές και τροφικές διαταραχές, που οφείλονται σε διάφορα νοσήματα. Η νόσος ονομάζεται και ελεφαντίαση.
* * *
η, ΝΑ, (ιων. τ. παχυδερμίη Α [παχύδερμος]
παχύτητα τού δέρματος, χονδροδερμία
νεοελλ.
1. ιατρ. πάχυνση τού δέρματος που οφείλεται σε ινώδη υπερπλασία και παρατηρείται κυρίως επί ελεφαντιάσεως
2. (κτην.) πάθηση τών αλόγων, τών βοοειδών και τών σκύλων που οφείλεται στις περισσότερες περιπτώσεις σε χρόνιες λεμφαγγειίτιδες, εκζεματώδεις καταστάσεις κ.ά.
3. μτφ. αναισθησία, κτηνωδία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παχυδερμία — η 1. η παχύτητα, το χόντρος του δέρματος: Τον ελέφαντα τον προφυλάγει από τους τραυματισμούς η παχυδερμία του. 2. μτφ., αναισθησία, αφιλοτιμία, απονιά: Η παχυδερμία ορισμένων ανθρώπων είναι εκνευριστική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παχυδερμίας — παχυδερμίᾱς , παχυδερμία thickness of skin fem acc pl παχυδερμίᾱς , παχυδερμία thickness of skin fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυδερμίης — παχυδερμία thickness of skin fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԹԱՆՁՐԱՄՈՐԹ — ( ) NBH 1 0796 Chronological Sequence: 8c ա. Ունօղ զթանձր մորթ. Իսկ յոքն. գ. Թանձր մորթ. παχύδερμος, παχυδερμία *Ոչ էած շուրջ զմեօք մորթ թանձրամորթիւքն, եւ ոչ մազ կուռ. Նիւս. բն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”